- ψυχρόαιμος
- -η, -οψύχραιμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχρόαιμος — η, ο, Ν 1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα 2. φρ. «ψυχρόαιμα ζώα» ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη] … Dictionary of Greek
ψύχραιμος — η, ο, Ν 1. (για ζώο) ψυχρόαιμος 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αντιμετωπίζει με ηρεμία και αυτοκυριαρχία διάφορες απρόοπτες και ιδίως δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα. επίρρ... ψύχραιμα Ν με ψυχραιμία («αντιμετώπισε… … Dictionary of Greek